-
1 στάδιο(ν)
τό1) стадион; 2) этап, стадия; ступень; период;μεταβατικό στάδιο(ν) — переходный период;
κατά στάδια — поэтапно;
3) поприще, поле деятельности;4) мор. кабельтов; 5) ист. стадий (мера длины) -
2 στάδιο(ν)
τό1) стадион; 2) этап, стадия; ступень; период;μεταβατικό στάδιο(ν) — переходный период;
κατά στάδια — поэтапно;
3) поприще, поле деятельности;4) мор. кабельтов; 5) ист. стадий (мера длины) -
3 στάδιο
[стадио] ουσ ο стадион, стадия, период. -
4 σταδιοδρομεω
-
5 σταδιοδρομος
-
6 βρυάζω
-
7 συνεννόηση
[-ις (-εως)] η1) понимание, взаимопонимание, согласие;κακή συνεννόηση — недоразумение;
2) обмен мнениями;βρίσκονται στο στάδιο συνεννόήσεων — быть в стадии обсуждения;
3) соглашение, договорённость;με συνεννόηση — по договорённости;
έρχομαι σε συνεννόηση — приходить к соглашению, договариваться;
4) сговор (обычно тайный);είμαι εις συνεννόησιν — быть заодно (с кем-л.), быть в сговоре
См. также в других словарях:
στάδιο — Χώρος οργανωμένος για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων με την παρουσία θεατών. Ο όρος στάδιο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει την απόσταση των αγώνων δρόμου. Αργότερα, στην αρχαία πάντοτε Ελλάδα, σήμαινε μια μονάδα μέτρησης αποστάσεων… … Dictionary of Greek
στάδιο — το 1. στίβος, χώρος κατάλληλος για αθλητικούς αγώνες. 2. πεδίο δράσης, επαγγελματική απασχόληση: Διαπρέπει στο διπλωματικό στάδιο. 3. φάση, περίοδος: Βρίσκεται στο αρχικό στάδιο της εξέλιξης. 4. μονάδα μήκους στην αρχαιότητα ίση προς 185,2 μέτρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετάφαση — Στάδιο της κυτταρικής διαίρεσης, κατά το οποίο σχηματίζεται η πυρηνική άτρακτος· αυτή αποτελείται από μία σειρά παράλληλων ινιδίων, τα οποία ξεκινούν από δύο αντιδιαμετρικούς πόλους. Στο στάδιο αυτό, τα χρωμοσώματα μετακινούνται προς το ισημερινό … Dictionary of Greek
διπλοταινία — Στάδιο του βιολογικού φαινομένου της κυτταρικής διαίρεσης, που πραγματοποιείται κατά τον σχηματισμό των γενετικών κυττάρων. Στο στάδιο αυτό τα χρωμοσώματα κάθε ζεύγους χωρίζονται το καθένα σε δύο κατά ορισμένο μήκος, αλλά παραμένουν ενωμένα στις… … Dictionary of Greek
λανάρισμα — Στάδιο επεξεργασίας του μαλλιού. Βλ. λ. νηματουργία. * * * το [λαναρίζω] (κλωστοϋφ.) μέθοδος κατεργασίας νημάτων κατά την οποία οι ίνες που τά αποτελούν διαχωρίζονται, καθαρίζονται και παραλληλίζονται μεταξύ τους … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Κίρκεγκορ, Σέρεν Όμπι — (Sören Aabye Kierkegaard, Κοπεγχάγη 1813 – 1855). Δανός φιλόσοφος και θρησκευτικός στοχαστής. Ο πατέρας του ήταν ένας πλούσιος έμπορος από την Κοπεγχάγη, άκαμπτος λουθηρανός, ο οποίος ανέθρεψε τον γιο του σε αυστηρά θρησκευτικό περιβάλλον και… … Dictionary of Greek
Κοντ, Ογκίστ — (August Comte, Μονπελιέ 1798 – Παρίσι 1857). Γάλλος θετικιστής φιλόσοφος, εισηγητής της επιστήμης της κοινωνιολογίας. Ολοκλήρωσε τις πρώτες σπουδές του στο Μονπελιέ και το 1814 φοίτησε στην πολυτεχνική σχολή του Παρισιού. Ωστόσο, μετά τη μάχη στο … Dictionary of Greek
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… … Dictionary of Greek